- ινδικάνη
- Γλυκοζίτης του τύπου C14H17O6N.3Η2Ο, που βρίσκεται στα φυτά του γένους της ινδικοφόρου (είδος θάμνου της Αμερικής και της Ασίας). Είναι άχρωμη ουσία, με σημείο τήξης 57°C, διαλυτή στο νερό και αποτελεί το κύριο συστατικό του ινδικού (λουλάκι). Η ι. υδρολύεται και δίνει γλυκόζη και ινδοξύλη.
I. ονομάζεται το άλας με κάλιο του ινδοξυλοθειικού οξέος, που βρίσκεται σε ίχνη στα ούρα του ανθρώπου και σε μεγαλύτερα ποσά στα ούρα των φυτοφάγων ζώων.
* * *ἡ(βιοχ.) γλυκοζίτης που απαντά σε διάφορα φυτικά γένη και αποτελεί τη μητρική ουσία τού φυσικού ινδικού.
Dictionary of Greek. 2013.